- σπλάγχνου
- σπλάγχνονinward partsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
κοιλιοκήλη — η ιατρ. πρόπτωση ενδοκοιλιακού σπλάγχνου δια μέσου ασθενούς σημείου τών κοιλιακών τοιχωμάτων, συνήθως ύστερα από κάποια εγχείρηση ή ως αποτέλεσμα διάστασης τών κοιλιακών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κήλη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ορθοδιάγραμμα — το ακτινολογική απεικόνιση σπλάγχνου, ιδίως τής καρδιάς, στο φυσικό του μέγεθος με τη μέθοδο τής ορθοδιαγραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthodiagram < ορθ(ο) * + διάγραμμα] … Dictionary of Greek
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
σπλαγχνόπτωση — και σπλαγχνοπτωσία, η, Ν ιατρ. η προς τα κάτω μετατόπιση ενός σπλάγχνου και ειδικότερα τού στομάχου και τού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνο + πτώση] … Dictionary of Greek